- πλειστοδυναμοῦν
- πλειστοδυναμέωto be dominantpres part act masc voc sg (attic epic doric)πλειστοδυναμέωto be dominantpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλειστοδυναμώ — έω, ΜΑ 1. έχω πολύ μεγάλη δύναμη, ισχύ, προκειμένου να κάνω κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ πλειστοδυναμοῡν το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου, η πλειονότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + δυναμῶ (< δύναμος < δύναμη)] … Dictionary of Greek